Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


romagnuolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [romaɲˈɲwɔlo]

κάτοικος της Ρωμανίας (περιοχής Romagna της Ιταλίας)

romagnuolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [romaɲˈɲwɔlo]

ο της Ρωμανίας (περιοχής Romagna της Ιταλίας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  romagnolo romaico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rollio (ουσ αρσ )
rollometro (ουσ αρσ )
roma (θηλ.ουσ)
romagnolo (ουσ αρσ )
romagnolo (επίθ.)
romagnuolo (ουσ αρσ )
romagnuolo (επίθ.)
romaico (ουσ αρσ )
romaico (επίθ.)
romanamente (επίρ.)
romancio (ουσ αρσ )
romancio (επίθ.)
romanesco (ουσ αρσ )
romanesco (επίθ.)
romania (θηλ.ουσ)
romanico (ουσ αρσ )
romanismo (ουσ αρσ )
romanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
romanistica (θηλ.ουσ)
romanistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---