Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


psicastènico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [psikasˈtɛniko]

ψυχασθενικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  psicastenia psichedelico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

psicanalisi (θηλ.ουσ)
psicanalista (ουσ αρσ και θηλ.)
psicanalitico (επίθ.)
psicanalizzare (ρ. μτβ.)
psicastenia (θηλ.ουσ)
psicastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
psichedelico (επίθ.)
psichiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
psichiatria (θηλ.ουσ)
psichiatrico (επίθ.)
psichico (επίθ.)
psicoattivo (επίθ.)
psicochirurgia (θηλ.ουσ)
psicodiagnostica (θηλ.ουσ)
psicodiagnostico (επίθ.)
psicodinamica (θηλ.ουσ)
psicodinamico (επίθ.)
psicodramma (ουσ αρσ )
psicofarmaco (ουσ αρσ )
psicofarmacologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---