Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


psicanalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [psikanalidˈdzare]

1 ψυχολογώ
2 ψυχαναλύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  psicanalitico psicastenia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

psicagogia (θηλ.ουσ)
psicagogico (επίθ.)
psicanalisi (θηλ.ουσ)
psicanalista (ουσ αρσ και θηλ.)
psicanalitico (επίθ.)
psicanalizzare (ρ. μτβ.)
psicastenia (θηλ.ουσ)
psicastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
psichedelico (επίθ.)
psichiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
psichiatria (θηλ.ουσ)
psichiatrico (επίθ.)
psichico (επίθ.)
psicoattivo (επίθ.)
psicochirurgia (θηλ.ουσ)
psicodiagnostica (θηλ.ουσ)
psicodiagnostico (επίθ.)
psicodinamica (θηλ.ουσ)
psicodinamico (επίθ.)
psicodramma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---