Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pneumocòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pnɛwmoˈkɔkko]

Πνευμονιόκοκκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pneumocele pneumoconiosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pneumatico (ουσ αρσ )
pneumatico (επίθ.)
pneumatologia (θηλ.ουσ)
pneumectomia (θηλ.ουσ)
pneumocele (ουσ αρσ )
pneumococco (ουσ αρσ )
pneumoconiosi (θηλ.ουσ)
pneumogastrico (επίθ.)
pneumografia (θηλ.ουσ)
pneumografo (ουσ αρσ )
pneumologia (θηλ.ουσ)
pneumometria (θηλ.ουσ)
pneumometro (ουσ αρσ )
pneumorragia (θηλ.ουσ)
pneumotomia (θηλ.ουσ)
pneumotorace (ουσ αρσ )
pochade (θηλ.ουσ)
pochezza (θηλ.ουσ)
poco (ουσ αρσ )
poco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---