Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiróne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piˈrone] ξύλινος πείρος κουρδίσματος χορδής (στο επάνω μέρος τάστου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |