Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piroincisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,piroinʧiˈzjone]

πυρογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pirografo pirolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pirografare (ρ. μτβ.)
pirografia (θηλ.ουσ)
pirografico (επίθ.)
pirografista (ουσ αρσ και θηλ.)
pirografo (ουσ αρσ )
piroincisione (θηλ.ουσ)
pirolo (ουσ αρσ )
pirolusite (θηλ.ουσ)
piromane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
piromania (θηλ.ουσ)
piromante (ουσ αρσ και θηλ.)
piromanzia (θηλ.ουσ)
pirometallurgia (θηλ.ουσ)
pirometria (θηλ.ουσ)
pirometrico (επίθ.)
pirometro (ουσ αρσ )
pirone (ουσ αρσ )
piropo (ουσ αρσ )
piroscafo (ουσ αρσ )
piroscissione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---