Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paralizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [paralidˈdzare]

παραλύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paralitico paralizzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paralinguistica (θηλ.ουσ)
paralipomeni (ουσ αρσ )
paralisi (θηλ.ουσ)
paralitico (ουσ αρσ )
paralitico (επίθ.)
paralizzare (ρ. μτβ.)
paralizzato (επίθ.)
parallasse (θηλ.ουσ)
parallattico (επίθ.)
parallela (θηλ.ουσ)
parallelamente (επίρ.)
parallelepipedo (ουσ αρσ )
parallelinervio (επίθ.)
parallelismo (ουσ αρσ )
parallelo (ουσ αρσ )
parallelo (επίθ.)
parallelogramma (ουσ αρσ )
parallelogrammo (ουσ αρσ )
paralogismo (ουσ αρσ )
paralogistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---