Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


microgràmmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mikroˈgrammo]

Μικρογραμμάριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  micrografico microhabitat  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microfotografia (θηλ.ουσ)
microfotografico (επίθ.)
microftalmo (αρσ. επίθ και ουσ)
micrografia (θηλ.ουσ)
micrografico (επίθ.)
microgrammo (ουσ αρσ )
microhabitat (ουσ αρσ )
microlavorazione (θηλ.ουσ)
microlettore (ουσ αρσ )
microlitro (ουσ αρσ )
micromanometro (ουσ αρσ )
micromeccanica (θηλ.ουσ)
micromelia (θηλ.ουσ)
micrometallografia (επίθ.)
micrometria (θηλ.ουσ)
micrometrico (επίθ.)
micrometro (ουσ αρσ )
micromillimetro (ουσ αρσ )
microminiaturizzato (επίθ.)
microminiaturizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---