Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


micròfono  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈkrɔfono]

το μικπόφωνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  microfonista microfotografare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microfilm (ουσ αρσ )
microfilmare (ρ. μτβ.)
microfisica (θηλ.ουσ)
microfonico (επίθ.)
microfonista (ουσ αρσ και θηλ.)
microfono (ουσ αρσ )
microfotografare (ρ. μτβ.)
microfotografia (θηλ.ουσ)
microfotografico (επίθ.)
microftalmo (αρσ. επίθ και ουσ)
micrografia (θηλ.ουσ)
micrografico (επίθ.)
microgrammo (ουσ αρσ )
microhabitat (ουσ αρσ )
microlavorazione (θηλ.ουσ)
microlettore (ουσ αρσ )
microlitro (ουσ αρσ )
micromanometro (ουσ αρσ )
micromeccanica (θηλ.ουσ)
micromelia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---