Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalversazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [malversatˈtsjone] 1 υπεξαίρεση 2 διεφθαρμένη διοίκηση 3 παράχρηση 4 κατάχρηση εξουσίας 5 κλοπή 6 κατάχρηση δημοσίου χρήματος 7 κατάχρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |