Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maiolicàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [majoliˈkato]

τοίχος με πλάκες σμαλτωμένες

maiolicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [majoliˈkato]

σμαλτωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maiolica maionese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maidico (επίθ.)
maiestatico (επίθ.)
maieutica (θηλ.ουσ)
maieutico (επίθ.)
maiolica (θηλ.ουσ)
maiolicato (ουσ αρσ )
maiolicato (επίθ.)
maionese (θηλ.ουσ)
maiorca (θηλ.ουσ)
mais (ουσ αρσ )
maître (ουσ αρσ )
maiuscola (θηλ.ουσ)
maiuscoletto (ουσ αρσ )
maiuscolo (επίθ.)
maki (ουσ αρσ )
mako (ουσ αρσ )
mala (θηλ.ουσ)
malacca (θηλ.ουσ)
malaccetto (επίθ.)
malaccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---