Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiperpiressìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [iperpiresˈsia] 1 κατάσταση μεγάλου πυρετού 2 υπερπυρεξία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |