Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iperpiressìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iperpiresˈsia]

1 κατάσταση μεγάλου πυρετού
2 υπερπυρεξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iperossiemia iperplasia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipermetrope (επίθ.)
ipermetropia (θηλ.ουσ)
ipernutrizione (θηλ.ουσ)
iperone (ουσ αρσ )
iperossiemia (θηλ.ουσ)
iperpiressia (θηλ.ουσ)
iperplasia (θηλ.ουσ)
ipersecrezione (θηλ.ουσ)
ipersensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ipersensibilità (θηλ.ουσ)
ipersonico (επίθ.)
ipersostentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
iperspazio (ουσ αρσ )
ipersurrenalismo (ουσ αρσ )
ipertensione (θηλ.ουσ)
ipertensivo (επίθ.)
ipertermia (θηλ.ουσ)
iperteso (αρσ. επίθ και ουσ)
ipertesto (ουσ αρσ )
ipertiroideo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---