Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipergòlo, ipèrgolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iperˈgɔlo], [iˈpɛrgolo]

καύσιμο αναφλεγόμενο εύκολα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iperglobulia iperidrosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iperestesia (θηλ.ουσ)
iperfocale (επίθ.)
iperglicemia (θηλ.ουσ)
iperglicemizzante (επίθ.)
iperglobulia (θηλ.ουσ)
ipergolo (ουσ αρσ )
iperidrosi (θηλ.ουσ)
iperinflazione (θηλ.ουσ)
Iperione (κύρ.όν. αρσ.)
ipermercato (ουσ αρσ )
ipermetria (θηλ.ουσ)
ipermetro (αρσ. επίθ και ουσ)
ipermetrope (ουσ αρσ και θηλ.)
ipermetrope (επίθ.)
ipermetropia (θηλ.ουσ)
ipernutrizione (θηλ.ουσ)
iperone (ουσ αρσ )
iperossiemia (θηλ.ουσ)
iperpiressia (θηλ.ουσ)
iperplasia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---