Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fotografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fotograˈfia]

η φωτογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fotografare fotograficamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fotografia [θηλ.] a colori = η έγχρωμη φωτογραφία || fotografia [θηλ.] in bianco e nero = ασπρόμαυρη φωτογραφία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fotogenesi (θηλ.ουσ)
fotogenia (θηλ.ουσ)
fotogenico (επίθ.)
fotogiornale (ουσ αρσ )
fotografare (ρ. μτβ.)
fotografia (θηλ.ουσ)
fotograficamente (επίρ.)
fotografico (επίθ.)
fotografo (ουσ αρσ )
fotogramma (ουσ αρσ )
fotogrammetria (θηλ.ουσ)
fotogrammetrico (επίθ.)
fotogrammetrista (ουσ αρσ και θηλ.)
fotoincisione (θηλ.ουσ)
fotoincisore (ουσ αρσ )
fotoionizzazione (θηλ.ουσ)
fotolisi (θηλ.ουσ)
fotolitico (επίθ.)
fotolitografia (θηλ.ουσ)
fotolitografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---