Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fotogrammetrìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fotogrammeˈtrista]

ειδικός της φωτογραμμετρίας (χαρτογράφησης με αεροφωτογραφίες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fotogrammetrico fotoincisione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fotografico (επίθ.)
fotografo (ουσ αρσ )
fotogramma (ουσ αρσ )
fotogrammetria (θηλ.ουσ)
fotogrammetrico (επίθ.)
fotogrammetrista (ουσ αρσ και θηλ.)
fotoincisione (θηλ.ουσ)
fotoincisore (ουσ αρσ )
fotoionizzazione (θηλ.ουσ)
fotolisi (θηλ.ουσ)
fotolitico (επίθ.)
fotolitografia (θηλ.ουσ)
fotolitografico (επίθ.)
fotolitografo (ουσ αρσ )
fotoluminescenza (θηλ.ουσ)
fotomeccanica (θηλ.ουσ)
fotomeccanico (επίθ.)
fotometria (θηλ.ουσ)
fotometrico (επίθ.)
fotometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---