Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfalànge
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [faˈlanʤe] 1 όχλος 2 ανθρωπομάνι 3 φάλαγγα 4 πλήθος 5 (al plurale: ((falangi))) φάλαγγες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |