Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fagòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [faˈgɔtto]

1 δέσμη
2 αδέξιος άνθρωπος
3 αγροίκος
4 άξεστος
5 μπόγος
6 φαγκότο
7 βαρύαυλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fagottista faida  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fagocita (ουσ αρσ )
fagocitare (ρ. μτβ.)
fagocito (ουσ αρσ )
fagocitosi (θηλ.ουσ)
fagottista (ουσ αρσ και θηλ.)
fagotto (ουσ αρσ )
faida (θηλ.ουσ)
faidaté (αρσ. επίθ και ουσ)
faille (θηλ.ουσ)
faina (θηλ.ουσ)
falange (θηλ.ουσ)
falangetta (θηλ.ουσ)
falangina (θηλ.ουσ)
falangismo (ουσ αρσ )
falangista (ουσ αρσ )
falangista (ουσ αρσ και θηλ.)
falansterio (ουσ αρσ )
falaropo (ουσ αρσ )
falasco (ουσ αρσ )
falcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---