Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evòlvere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [eˈvɔlvere]

1 αναπτύσσω
2 εξελίσσω

evolversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [eˈvɔlversi]

1 εξελίσσομαι
2 αναπτύσσομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evoluzionistico evonimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evoluto (επίθ.)
evoluzione (θηλ.ουσ)
evoluzionismo (ουσ αρσ )
evoluzionista (ουσ αρσ και θηλ.)
evoluzionistico (επίθ.)
evolvere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evolversi (ρ.μ. (αντων.))
evonimo (ουσ αρσ )
evulso (επίθ.)
evviva (επιφ.)
ex abrupto (επίρ.)
ex cathedra (επίρ.)
excursus (ουσ αρσ )
exequatur (ουσ αρσ )
exeresi (θηλ.ουσ)
exploit (ουσ αρσ )
expo (θηλ.ουσ)
extra (ουσ αρσ )
extra (επίθ.)
extracomunitario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---