Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epatotossicità
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛpato,tossiʧiˈta]

1 τοξική βλάβη ηπατική
2 πιθανότητα ηπατικής τοξικότητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epatotomia epatotossina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epatomegalia (θηλ.ουσ)
epatopatia (θηλ.ουσ)
epatoprotettore (επίθ.)
epatosi (θηλ.ουσ)
epatotomia (θηλ.ουσ)
epatotossicità (θηλ.ουσ)
epatotossina (θηλ.ουσ)
epatta (θηλ.ουσ)
epentesi (θηλ.ουσ)
epentetico (επίθ.)
eperlano (ουσ αρσ )
epesegesi (θηλ.ουσ)
epesegetico (επίθ.)
epica (θηλ.ουσ)
epicardio (ουσ αρσ )
epicarpo (ουσ αρσ )
epicedio (ουσ αρσ )
epicentro (ουσ αρσ )
epiciclo (ουσ αρσ )
epicicloidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: