Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόepatotossicità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,ɛpato,tossiʧiˈta] 1 τοξική βλάβη ηπατική 2 πιθανότητα ηπατικής τοξικότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |