Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crónaca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkronaka]

το χρονικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cromotipia cronachistica  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fatto [αρσ.] di cronaca = η είδηση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cromosfera (θηλ.ουσ)
cromosoma (ουσ αρσ )
cromosomico (επίθ.)
cromoterapia (θηλ.ουσ)
cromotipia (θηλ.ουσ)
cronaca (θηλ.ουσ)
cronachistica (θηλ.ουσ)
cronachistico (επίθ.)
cronicario (ουσ αρσ )
cronicità (θηλ.ουσ)
cronico (ουσ αρσ )
cronico (επίθ.)
cronista (ουσ αρσ και θηλ.)
cronistoria (θηλ.ουσ)
crono (ουσ αρσ και θηλ.)
cronofotografia (θηλ.ουσ)
cronofotografico (επίθ.)
cronografia (θηλ.ουσ)
cronografico (επίθ.)
cronografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---