Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controrotàia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontroroˈtaja]

1 κάγκελα σκάλας
2 προστατευτικό κιγκλίδωμα δρόμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controrivoluzione controrotante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controriforma (θηλ.ουσ)
controripa (θηλ.ουσ)
controriva (θηλ.ουσ)
controrivoluzionario (αρσ. επίθ και ουσ)
controrivoluzione (θηλ.ουσ)
controrotaia (θηλ.ουσ)
controrotante (επίθ.)
controscarpa (θηλ.ουσ)
controscena (θηλ.ουσ)
controsenso (ουσ αρσ )
controserratura (θηλ.ουσ)
controsoffitto (ουσ αρσ )
controspallina (θηλ.ουσ)
controspionaggio (ουσ αρσ )
controstallia (θηλ.ουσ)
controstampa (θηλ.ουσ)
controstampare (ρ. μτβ.)
controstampato (επίθ.)
controstampo (ουσ αρσ )
controsterzare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---