Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controricórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontroriˈkorso]

ανταπαίτηση δικαστική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controreplicare controriforma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controreazione (θηλ.ουσ)
controrelatore (ουσ αρσ )
controrelazione (θηλ.ουσ)
controreplica (θηλ.ουσ)
controreplicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
controricorso (ουσ αρσ )
controriforma (θηλ.ουσ)
controripa (θηλ.ουσ)
controriva (θηλ.ουσ)
controrivoluzionario (αρσ. επίθ και ουσ)
controrivoluzione (θηλ.ουσ)
controrotaia (θηλ.ουσ)
controrotante (επίθ.)
controscarpa (θηλ.ουσ)
controscena (θηλ.ουσ)
controsenso (ουσ αρσ )
controserratura (θηλ.ουσ)
controsoffitto (ουσ αρσ )
controspallina (θηλ.ουσ)
controspionaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---