Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contropròva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontroˈprɔva]

1 ξαναμέτρημα
2 μαρτυρία που καταρρίπτει προηγούμενη
3 ανασκευαστική κατάθεση
4 διπλός έλεγχος
5 επανέλεγχος
6 νέα δοκιμασία με άλλη μέθοδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controproposta controprovare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contropotere (ουσ αρσ )
controproducente (επίθ.)
controprogetto (ουσ αρσ )
contropropaganda (θηλ.ουσ)
controproposta (θηλ.ουσ)
controprova (θηλ.ουσ)
controprovare (ρ. μτβ.)
contropunzone (ουσ αρσ )
controquerela (θηλ.ουσ)
controquerelare (ρ. μτβ.)
controranda (θηλ.ουσ)
contrordine (ουσ αρσ )
controreazione (θηλ.ουσ)
controrelatore (ουσ αρσ )
controrelazione (θηλ.ουσ)
controreplica (θηλ.ουσ)
controreplicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
controricorso (ουσ αρσ )
controriforma (θηλ.ουσ)
controripa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---