Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cogliòne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koʎˈʎone]

1 κορόιδο
2 βλάκας
3 κόπανος
4 αρχίδια
5 όρχεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coglionata coglioneria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cogitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cogitazione (θηλ.ουσ)
cogliere (ρ. μτβ.)
coglionare (ρ. μτβ.)
coglionata (θηλ.ουσ)
coglione (ουσ αρσ )
coglioneria (θηλ.ουσ)
cognac (ουσ αρσ )
cognata (θηλ.ουσ)
cognato (ουσ αρσ )
cognito (επίθ.)
cognizione (θηλ.ουσ)
cognome (ουσ αρσ )
coguaro (ουσ αρσ )
coibentare (ρ. μτβ.)
coibentazione (θηλ.ουσ)
coibente (ουσ αρσ )
coibente (επίθ.)
coibenza (θηλ.ουσ)
coiffeur (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---