Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cògliere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔʎʎere]

κόβω, δρέπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cogitazione coglionare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cogliere in fallo qualcuno = πιάνω κανέναν στα πράσα || cogliere in flagrante = συλλαμβάνω επ' αυτοφώρω || cogliere sul fatto = πιάνω κανέναν επ' αυτοφώρο | συλλαμβάνω κανέναν επ' αυτοφώρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cogerente (ουσ αρσ και θηλ.)
cogestione (θηλ.ουσ)
cogitabondo (επίθ.)
cogitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cogitazione (θηλ.ουσ)
cogliere (ρ. μτβ.)
coglionare (ρ. μτβ.)
coglionata (θηλ.ουσ)
coglione (ουσ αρσ )
coglioneria (θηλ.ουσ)
cognac (ουσ αρσ )
cognata (θηλ.ουσ)
cognato (ουσ αρσ )
cognito (επίθ.)
cognizione (θηλ.ουσ)
cognome (ουσ αρσ )
coguaro (ουσ αρσ )
coibentare (ρ. μτβ.)
coibentazione (θηλ.ουσ)
coibente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---