Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcògliere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔʎʎere] κόβω, δρέπω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcogliere in fallo qualcuno = πιάνω κανέναν στα πράσα || cogliere in flagrante = συλλαμβάνω επ' αυτοφώρω || cogliere sul fatto = πιάνω κανέναν επ' αυτοφώρο | συλλαμβάνω κανέναν επ' αυτοφώρο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |