Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cièco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko]

ο τυφλός (-ή)

cièco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko]

τυφλός (-ή, -ό), στραβός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciecamente cielo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vicolo [αρσ.] cieco = η αδιέξοδος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cicloturista (ουσ αρσ και θηλ.)
cicogna (θηλ.ουσ)
cicoria (θηλ.ουσ)
cicuta (θηλ.ουσ)
ciecamente (επίρ.)
cieco (ουσ αρσ )
cieco (επίθ.)
cielo (ουσ αρσ )
cifosi (θηλ.ουσ)
cifra (θηλ.ουσ)
cifrare (ρ. μτβ.)
cifrario (ουσ αρσ )
cifrato (επίθ.)
cifratura (θηλ.ουσ)
cigliato (ουσ αρσ )
cigliato (επίθ.)
ciglio (ουσ αρσ )
ciglione (ουσ αρσ )
cigna (θηλ.ουσ)
cignale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---