ItalianoGreco


cièco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko]

ο τυφλός (-ή)

cièco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko]

τυφλός (-ή, -ό), στραβός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vicolo [αρσ.] cieco = η αδιέξοδος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---