Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capocòrda  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,kapoˈkɔrda]

1 χάλκινο αυτί συγκόλλησης συρμάτων
2 τερματική διάταξη καλωδίων (ηλεκτρολογία)
3 αρχηγός ομάδας ορειβατών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capoconvoglio capocordata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capoclasse (ουσ αρσ και θηλ.)
capocollo (ουσ αρσ )
capocomico (ουσ αρσ )
capocommessa (ουσ αρσ και θηλ.)
capoconvoglio (ουσ αρσ )
capocorda (ουσ αρσ )
capocordata (ουσ αρσ και θηλ.)
capocronaca (ουσ αρσ )
capocronista (ουσ αρσ και θηλ.)
capocuoco (ουσ αρσ )
capodanno (ουσ αρσ )
capodipartimento (ουσ αρσ )
capodivisione (ουσ αρσ )
capodoglio (ουσ αρσ )
capodopera (ουσ αρσ )
capofabbrica (ουσ αρσ και θηλ.)
capofabbricato (ουσ αρσ )
capofamiglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capofficina (ουσ αρσ και θηλ.)
capofila (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---