Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcapocòrda
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,kapoˈkɔrda] 1 χάλκινο αυτί συγκόλλησης συρμάτων 2 τερματική διάταξη καλωδίων (ηλεκτρολογία) 3 αρχηγός ομάδας ορειβατών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |