Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


astrolàbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [astroˈlabjo]

αστρολάβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astrografo astrologare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

astrogeologia (θηλ.ουσ)
astrogeologico (επίθ.)
astrogeologo (ουσ αρσ )
astrografia (θηλ.ουσ)
astrografo (ουσ αρσ )
astrolabio (ουσ αρσ )
astrologare (ρ.αμτβ.)
astrologia (θηλ.ουσ)
astrologico (επίθ.)
astrologo (ουσ αρσ )
astronauta (ουσ αρσ και θηλ.)
astronautica (θηλ.ουσ)
astronautico (επίθ.)
astronave (θηλ.ουσ)
astronavigazione (θηλ.ουσ)
astronomia (θηλ.ουσ)
astronomico (επίθ.)
astronomo (ουσ αρσ )
astroporto (ουσ αρσ )
astrospazio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---