Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antropofagìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [antropofaˈʤia]

1 ανθρωποφαγία
2 κανιβαλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antropico antropofago  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antracene (ουσ αρσ )
antracite (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antracosi (θηλ.ουσ)
antro (ουσ αρσ )
antropico (επίθ.)
antropofagia (θηλ.ουσ)
antropofago (ουσ αρσ )
antropofago (επίθ.)
antropoide (ουσ αρσ και θηλ.)
antropoide (επίθ.)
antropologia (θηλ.ουσ)
antropologico (επίθ.)
antropologo (ουσ αρσ )
antropometria (θηλ.ουσ)
antropometrico (επίθ.)
antropomorfico (επίθ.)
antropomorfismo (ουσ αρσ )
antropomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
anulare (αρσ. επίθ και ουσ)
anuresi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---