Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antiparassitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antiparassiˈtarjo]

1 αντιπαρασιτικό
2 παρασιτοκτόνο παρασκεύασμα

antiparassitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antiparassiˈtarjo]

αντιπαρασιτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antipapale antiparlamentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiofidico (ουσ αρσ )
antiofidico (επίθ.)
antiorario (επίθ.)
antipapa (ουσ αρσ )
antipapale (επίθ.)
antiparassitario (ουσ αρσ )
antiparassitario (επίθ.)
antiparlamentare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antiparticella (θηλ.ουσ)
antipastiera (θηλ.ουσ)
antipasto (ουσ αρσ )
antipatia (θηλ.ουσ)
antipatico (επίθ.)
antipatriottico (επίθ.)
antiperistaltico (επίθ.)
antipertensivo (ουσ αρσ )
antipertensivo (επίθ.)
antipiega (επίθ.)
antipiretico (επίθ.)
antipirina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---