Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantiparassitàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antiparassiˈtarjo] 1 αντιπαρασιτικό 2 παρασιτοκτόνο παρασκεύασμα antiparassitàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antiparassiˈtarjo] αντιπαρασιτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |