Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantiofìdico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antioˈfidiko] αντίδοτο για δαγκώματα φιδιών antiofìdico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antioˈfidiko] ο του αντιδότου κατά των δαγκωμάτων φιδιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |