Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antinduttìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antindutˈtivo]

μη επαγωγικός

antinduttìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antindutˈtivo]

μη επαγωγικός (ηλεκτρισμός)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antincendio antinebbia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antimonio (ουσ αρσ )
antimonopolistico (επίθ.)
antimuro (ουσ αρσ )
antinazionale (επίθ.)
antincendio (αρσ. επίθ και ουσ)
antinduttivo (ουσ αρσ )
antinduttivo (επίθ.)
antinebbia (ουσ αρσ )
antinebbia (επίθ.)
antineve (αρσ. επίθ και ουσ)
antinevralgico (ουσ αρσ )
antinevralgico (επίθ.)
antinfiammatorio (επίθ.)
antinflazionistico (επίθ.)
antinfluenzale (επίθ.)
antinfortunistico (επίθ.)
antinomia (θηλ.ουσ)
antinquinamento (επίθ.)
antinucleare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antinucleo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---