Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantincèndio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [antinˈʧɛndjo] 1 (mezzi) πυροσβεστικός (-ή, -ό) 2 (misure) κατά της πυρκαγιάς permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαallarme antincendio = ο πυροσβεστικός συναγερμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |