Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antincèndio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [antinˈʧɛndjo]

1 (mezzi) πυροσβεστικός (-ή, -ό)
2 (misure) κατά της πυρκαγιάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antinazionale antinduttivo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


allarme antincendio = ο πυροσβεστικός συναγερμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antimonarchico (αρσ. επίθ και ουσ)
antimonio (ουσ αρσ )
antimonopolistico (επίθ.)
antimuro (ουσ αρσ )
antinazionale (επίθ.)
antincendio (αρσ. επίθ και ουσ)
antinduttivo (ουσ αρσ )
antinduttivo (επίθ.)
antinebbia (ουσ αρσ )
antinebbia (επίθ.)
antineve (αρσ. επίθ και ουσ)
antinevralgico (ουσ αρσ )
antinevralgico (επίθ.)
antinfiammatorio (επίθ.)
antinflazionistico (επίθ.)
antinfluenzale (επίθ.)
antinfortunistico (επίθ.)
antinomia (θηλ.ουσ)
antinquinamento (επίθ.)
antinucleare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---