Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ψύχωση {-ης κ. -ώ... ψωρικός [επίθ.]
ψυχωσικός [επίθ.] ψωροπερήφανος [επίθ.]
ψυχωτικός [επίθ.] ω! [επιφ.]
ψυχωφελής {ψυχωφελ-ο... ωαγωγός [ουσ αρσ ]
ψωλή [θηλ.ουσ] ωαριακός [επίθ.]
ψωμάδικο [ουσ ουδ.] ωάριο {ωαρί-ου |...
ψωμάκι {χωρ. γεν.... ώδε [επίρ.]
ψωμάς {ψωμάδες} ωδείο [ουσ ουδ.]
ψωμί {ψωμ-ιού |... ωδή [θηλ.ουσ]
ψωμοζήτης {ψωμοζητών... ωδική {χωρ. πληθ...
ψωμοζητώ {ψωμοζητάς... ωδικός [επίθ.]
ψωμοζώ {ψωμοζείς.... ωδινοφοβία [θηλ.ουσ]
ψωμόλυσσα {χωρ. πληθ... ώθηση {-ης κ. -ή...
ψωμοτρώγω {ψωμόφαγα}... ωθούμαι [ρ.]
ψωμοτύρι {ψωμοτυρ-ι... ωθώ {ωθείς... ...
ψώμωμα [ουσ ουδ.] ωίδιο [ουσ ουδ.]
ψωμώνω {ψώμω-σα, ... Ωκεανία [θηλ.ουσ]
ψώνια [ουσ ουδ πληθ.] Ωκεανίδα [θηλ.ουσ]
ψωνίζω {ψώνισ-α, ... ωκεάνιος [επίθ.]
ψώνιο [ουσ ουδ.] ωκεανογραφία {χωρ. πληθ...
ψώνισμα [ουσ ουδ.] ωκεανογραφικός [επίθ.]
ψώρα {χωρ. πληθ... ωκεανογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
ψωραλέος [επίθ.] ωκεανολογία {χωρ. πληθ...
ψωρίαση {-ης κ. -ά... ωκεανοπόρος [ουσ αρσ ]
ψωριασμένος [επίθ.] ωκεανός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: