Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ωκεανός
ουσιαστικό αρσενικό

oceano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ωκεανοπόρος ωκύπους  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο Ατλαντικός Ωκεανός = Oceano [αρσ.] Atlantico || ο Ειρηνικός Ωκεανός = Oceano [αρσ.] Pacifico


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---