Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ψωμώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ψωμώνω
ρήμα αμετάβατο

1 maturare (vi)
2 maturarsi (vrifl)
3 stagionare (vt vi)

permalink
‹ ψώμωμα
ψώνια ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ψωμοζώ {ψωμοζείς....
ψωμόλυσσα {χωρ. πληθ...
ψωμοτρώγω {ψωμόφαγα}...
ψωμοτύρι {ψωμοτυρ-ι...
ψώμωμα [ουσ ουδ.]
ψωμώνω {ψώμω-σα, ...
ψώνια [ουσ ουδ πληθ.]
ψωνίζω {ψώνισ-α, ...
ψώνιο [ουσ ουδ.]
ψώνισμα [ουσ ουδ.]
ψώρα {χωρ. πληθ...
ψωραλέος [επίθ.]
ψωρίαση {-ης κ. -ά...
ψωριασμένος [επίθ.]
ψωρικός [επίθ.]
ψωροπερήφανος [επίθ.]
ω! [επιφ.]
ωαγωγός [ουσ αρσ ]
ωαριακός [επίθ.]
ωάριο {ωαρί-ου |...


{{ID:JWMWNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti