Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ψιλικατζίδικο [ουσ ουδ.] ψιχαλίζω [ρ.]
ψιλοβρέχει αόρ. ψιλόβ... ψίχαλο [ουσ ουδ.]
ψιλοβρέχω [ρ.] ψιχίο {ψιχί-ου |...
ψιλοβρόχι [ουσ ουδ.] ψίχουλο [ουσ ουδ.]
ψιλόβροχο {χωρ. πληθ... ψιχούλο [ουσ ουδ.]
ψιλοκόβω {ψιλόκο-ψα... ψιψίνα [θηλ.ουσ]
ψιλοκομμένος [επίθ.] ψιψίρης [επίθ.]
ψιλοκοσκινίζω {ψιλοκοσκί... ψιψιρίζω {ψιψίρισα}
ψιλοκοσκίνισμα [ουσ ουδ.] ψόας [ουσ αρσ ]
ψιλοκουβεντιάζω [ρ.αμτβ.] ψόγος [ουσ αρσ ]
ψιλολόγημα [ουσ ουδ.] ψοφίμι {ψοφιμ-ιού...
ψιλολογία [θηλ.ουσ] ψόφιος [επίθ.]
ψιλολογώ [-άς, -ά /... ψοφοδεής {ψοφοδε-ού...
ψιλοπράγμα [ουσ ουδ.] ψόφος [ουσ αρσ ]
ψιλοπράγματα {ψιλοπραγμ... ψοφώ {ψοφάς... ...
ψιλορίχνω [ρ.] ψυγείο [ουσ ουδ.]
ψιλός [επίθ.] ψυγειοκαταψύκτης {ψυγειοκατ...
ψιλώνω {ψίλω-σα, ... ψυκτήρας [ουσ αρσ ]
ψιμυθιώ [ρ.] ψυκτικός [επίθ.]
ψιμυθιώνομαι [ρ.] ψυκτοξήρανση [θηλ.ουσ]
ψιτ [επιφ.] ψυλλιάζομαι [ρ. παθ.]
ψιττάκωση {-ης κ. -ώ... ψύλλιασμα [ουσ ουδ.]
ψίχα {ψιχών} ψύλλος [ουσ αρσ ]
ψιχάλα {χωρ. γεν.... ψύξη {-ης κ. -ε...
ψιχαλίζει {ψιχάλισε} ψύχα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: