Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ψόφιος
επίθετο

1 crepato
2 [senso figurato] fiacco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ψοφίμι ψοφοδεής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ψόφιος στην κούραση = stanco morto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---