Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χιλιοι [ουσ αρσ πληθ.] χιονοδρομία {χιονοδρομ...
χιλιόκυκλος {-ου κ. -ύ... χιονοδρομικός [επίθ.]
χιλιόλιτρο {χιλιολίτρ... χιονοδρόμος [ουσ αρσ και θηλ.]
χιλιομετρητής [ουσ αρσ ] χιονοθύελλα {χιονοθυελ...
χιλιομετρικός [επίθ.] χιονόλευκος [επίθ.]
χιλιόμετρο {χιλιομέτρ... χιονόμπαλα {δύσχρ. χι...
χιλιοστό [ουσ ουδ.] χιονόνερο [ουσ ουδ.]
χιλιοστόγραμμο [ουσ ουδ.] χιονοπέδιλο {-ου κ. -ί...
χιλιοστόλιτρο {χιλιοστολ... χιονοπόλεμος [ουσ αρσ ]
χιλιοστομετρικός [επίθ.] χιονόπτωση {-ης κ. -ώ...
χιλιοστόμετρο [ουσ ουδ.] χιονοστιβάδα [θηλ.ουσ]
χιλιοστός [επίθ.] χιονοστρόβιλος {χιονοστρο...
χίμαιρα {χιμαιρών} Χίος [θηλ.ουσ]
χιμαιρικός [επίθ.] χιούμορ {άκλ.}
χιμαιροκυνηγός [ουσ αρσ ] χιουμορίστας [ουσ αρσ ]
χιμώ [-άς, -ά] ... χιουμοριστικά [επίρ.]
χιονάνθρωπος {-ου κ. -ώ... χιουμοριστικός [επίθ.]
χιονάτος [επίθ.] χιτίνη [θηλ.ουσ]
χιόνι {χιον-ιού ... χιτινικός [επίθ.]
χιονιά [θηλ.ουσ] χιτλερισμός {χωρ. πληθ...
χιονιάς {χιονιάδες... χιτώνας [ουσ αρσ ]
χιονίζει {χιόνισ-ε,... χιτωνίσκος [ουσ αρσ ]
χιονισμένος [επίθ.] χιτωνόζωο [επίθ.]
χιονίστρα {χιονιστρώ... χιτωνοφόρος [επίθ.]
χιονόβροχο [ουσ ουδ.] χιτωνώδης [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: