Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
χιονίστρα
ουσιαστικό θηλυκό
gel
o
ne (m)
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< χιονισμένος
χιονόβροχο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
χιόνι
{χιον-ιού ...
χιονιά
[θηλ.ουσ]
χιονιάς
{χιονιάδες...
χιονίζει
{χιόνισ-ε,...
χιονισμένος
[επίθ.]
χιονίστρα
{χιονιστρώ...
χιονόβροχο
[ουσ ουδ.]
χιονοδρομία
{χιονοδρομ...
χιονοδρομικός
[επίθ.]
χιονοδρόμος
[ουσ αρσ και θηλ.]
χιονοθύελλα
{χιονοθυελ...
χιονόλευκος
[επίθ.]
χιονόμπαλα
{δύσχρ. χι...
χιονόνερο
[ουσ ουδ.]
χιονοπέδιλο
{-ου κ. -ί...
χιονοπόλεμος
[ουσ αρσ ]
χιονόπτωση
{-ης κ. -ώ...
χιονοστιβάδα
[θηλ.ουσ]
χιονοστρόβιλος
{χιονοστρο...
Χίος
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis