Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χελωνόσουπα [θηλ.ουσ] χημειοτροπικός [επίθ.]
χέρι {χερ-ιού |... χημειοτροπισμός [ουσ αρσ ]
χεριά [θηλ.ουσ] χημειοχειρουργική [θηλ.ουσ]
χέρια [ουσ ουδ πληθ.] χημειοχειρουργικός [επίθ.]
χεροβολιά [θηλ.ουσ] χημικός [επίθ.]
χερόβολο [ουσ ουδ.] χημικός [ουσ αρσ και θηλ.]
χερομάχος [ουσ αρσ ] χήνα {χηνών}
χερόμυλος [ουσ αρσ ] χηνάκι [ουσ ουδ.]
χεροπάλαμο [ουσ ουδ.] χηνάρι [ουσ ουδ.]
χερουβικός [επίθ.] χήρα {χηρών}
χερουβίμ {άκλ.} χηρεία [θηλ.ουσ]
χερούλι {χερουλ-ιο... χηρεμένος [επίθ.]
χερσαίος [επίθ.] χηρευάμενος [επίθ.]
χερσόνησος {χερσονήσ-... χηρεύω {μτχ. ενεσ...
χέρσος [επίθ.] χηρεύων [επίθ.]
χερσότοπος {χερσότοπω... χήρος [ουσ αρσ ]
χέσιμο [ουσ ουδ.] χθαμαλός [επίθ.]
χέστης {χεστών} χθες [ουσ ουδ.]
χέω [ρ. μτβ.] χθες [επίρ.]
χηλή [θηλ.ουσ] χθεσινός [επίθ.]
χηλικός [επίθ.] χθων {χθον-ός, ...
χημεία [θηλ.ουσ] χι [ουσ ουδ.]
χημειοθεραπεία {χημειοθερ... χιάζω {χίασ-α, -...
χημειοθεραπευτικός [επίθ.] χίασμα [ουσ ουδ.]
χημειόταξις [θηλ.ουσ] χιασμός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: