Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχέρι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 [από τον καρπό] mano 2 [από τον ώμο] braccio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααπλώνω χέρι = alzare le mani || βάζω ένα χέρι = dare una mano || το δεξί (χέρι) = la mano [θηλ.] destra || τρίβω τα χέρια μου = sfregarsi le mani || σφίγγω το χέρι = stringersi la mano || κρατιέμαι από το χέρι = tenersi per mano Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |