Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φραξιονιστικός [επίθ.] φρενίτιδα [θηλ.ουσ]
φράξος [ουσ αρσ ] φρενιτιώδης {φρενιτιώδ...
φράουλα [θηλ.ουσ] φρενιτιωδώς [επίρ.]
φραουλί [επίθ.] φρένο [ουσ ουδ.]
φράπα [θηλ.ουσ] φρενοβλάβεια [θηλ.ουσ]
φραπέ [ουσ ουδ.] φρενοβλαβής [-είς]
φρασεολογία {φρασεολογ... φρενοκομείο [ουσ ουδ.]
φρασεολογικός [επίθ.] φρενολογία {χωρ. πληθ...
φρασεολόγιο [ουσ ουδ.] φρενολογικός [επίθ.]
φράση {-ης κ. -ε... φρενολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
φράσσω [ρ. μτβ. και αμετβ.] φρενοπάθεια [θηλ.ουσ]
φράχτης {φραχτών} φρενοπαθής [επίθ.]
φρέαρ {φρέ-ατος ... φρέον {άκλ.}
φρεάτιο {φρεατί-ου... φρεσκάδα [θηλ.ουσ]
φρεγάτα [θηλ.ουσ] φρεσκαδούρα [θηλ.ουσ]
φρέζα {φρεζών} φρεσκάρισμα [ουσ ουδ.]
φρεναπάτη {χωρ. πληθ... φρεσκάρομαι [ρ. παθ.]
φρενάρισμα [ουσ ουδ.] φρεσκάρω {φρέσκ-αρα...
φρενάρω {φρέναρ-α ... φρέσκο [ουσ ουδ.]
φρένες [θηλ. ουσ πληθ.] φρεσκοξυρισμένος [επίθ.]
φρενήρης {φρενήρ-ου... φρέσκος [επίθ.]
φρενιάζω {φρένιασ-α... φρην {φρεν-ός |...
φρένιασμα [ουσ ουδ.] φριζάρω {φρίζαρ-α ...
φρενιασμένος [επίθ.] φρικαλέος [επίθ.]
φρενικός [επίθ.] φρικαλεότητα {φρικαλεοτ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: