Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φρεσκάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 refrigerio
2 rifocillamento
3 rinfrescamento
4 rinfrescata
5 rinnovo
6 ristoro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φρεσκαδούρα φρεσκάρομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---