Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
φρεσκαδούρα
ουσιαστικό θηλυκό
vento fresco
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< φρεσκάδα
φρεσκάρισμα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
φρενολόγος
[ουσ αρσ και θηλ.]
φρενοπάθεια
[θηλ.ουσ]
φρενοπαθής
[επίθ.]
φρέον
{άκλ.}
φρεσκάδα
[θηλ.ουσ]
φρεσκαδούρα
[θηλ.ουσ]
φρεσκάρισμα
[ουσ ουδ.]
φρεσκάρομαι
[ρ. παθ.]
φρεσκάρω
{φρέσκ-αρα...
φρέσκο
[ουσ ουδ.]
φρεσκοξυρισμένος
[επίθ.]
φρέσκος
[επίθ.]
φρην
{φρεν-ός |...
φριζάρω
{φρίζαρ-α ...
φρικαλέος
[επίθ.]
φρικαλεότητα
{φρικαλεοτ...
φρίκη
{χωρ. πληθ...
φρικιάζω
{φρικίασα}...
φρικίαση
{-ης κ. -ά...
φρικιαστικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis