Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φιμώνω {φίμω-σα, ... φίρμα [θηλ.ουσ]
φίμωση {-ης κ. -ώ... φίσα [θηλ.ουσ]
φίμωτρο {-ου κ. -ώ... φισεκλίκι {χωρ. γεν....
φινάλε {άκλ.} φίσκα [επίθ.]
φιναλίστ {άκλ.} φιστίκι {φιστικ-ιο...
φινέτσα [θηλ.ουσ] φιτίλι {φιτιλ-ιού...
φινίρισμα [ουσ ουδ.] φιτιλιά [θηλ.ουσ]
φινιρισμένος [επίθ.] φλαμανδικός [επίθ.]
φινιστρίνι {φινιστριν... Φλαμανδός [ουσ αρσ ]
Φινλανδέζα [θηλ.ουσ] φλαμούρι {φλαμουρ-ι...
Φινλανδή [θηλ.ουσ] φλαμπέ [επίθ.]
Φινλανδία [θηλ.ουσ] φλάμπουρο [ουσ ουδ.]
φινλανδικά [ουσ ουδ πληθ.] φλάντζα {δύσχρ. φλ...
φινλανδικός [επίθ.] φλαουτίστας {χωρ. γεν....
Φινλανδός [ουσ αρσ ] φλάουτο [ουσ ουδ.]
φίνος [επίθ.] φλας {άκλ.}
φιντανάκι [ουσ ουδ.] φλάσκα [θηλ.ουσ]
φιντάνι [ουσ ουδ.] φλέβα {φλεβών}
φιξ [επίθ.] Φλεβάρης [ουσ αρσ ]
φιξάρισμα [ουσ ουδ.] φλεβίδιο [ουσ ουδ.]
φιξάρω {φιξάρισ-α... φλεβικός [επίθ.]
φιόγκος [ουσ αρσ ] φλεβίτιδα [θηλ.ουσ]
φιόρδ {άκλ.} φλεβιτικός [επίθ.]
φιόρε [ουσ ουδ.] φλεβογραφία {φλεβογραφ...
φιοριτούρα [θηλ.ουσ] φλεβορραγία {φλεβορραγ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: