Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφίρμα
ουσιαστικό θηλυκό 1 [μάρκα] marca 2 [διασημότητα] celebrità 3 [όνομα επιχείρησης] ragione sociale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |