Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φελάχος {χωρ. γεν.... φέσι {φεσ-ιού |...
φελί {φελ-ιού |... φεστιβάλ {άκλ.}
φελλίνη [θηλ.ουσ] φεστόνι {φεστον-ιο...
φέλλινος [επίθ.] φέτα {φετών}
φελλοποιημένος [επίθ.] φετινός [επίθ.]
φελλοποίηση [θηλ.ουσ] φετίχ {άκλ.}
φελλός [ουσ αρσ ] φετιχισμός [ουσ αρσ ]
φελλώδης {φελλώδ-ου... φετιχιστής [ουσ αρσ ]
φέριμποουτ, φέρι–μπόουτ [ουσ ουδ.] φέτος [επίρ.]
φέριμποτ, φεριμπότ {άκλ.} φευγάλα {χωρ. γεν....
φερμάρω {φέρμαρ-α ... φευγαλέα [επίρ.]
φερμένος [επίθ.] φευγαλέος [επίθ.]
φερμιόνιο [ουσ ουδ.] φευγάτος [επίθ.]
φερμουάρ {άκλ.} φευγιό {χωρ. πληθ...
φέρνομαι αόρ. φέρθη... φεύγω αόρ. έφυγα...
φέρνω {έφερα, φε... φεύγων [ουσ αρσ ]
φέρομαι αόρ. φέρθη... φηκάρι [ουσ ουδ.]
φερροηλεκτρικός [επίθ.] φήμες [θηλ. ουσ πληθ.]
φερροηλεκτρισμός [ουσ αρσ ] φήμη {φημών}
φερρομαγνητικός [επίθ.] φημίζομαι {φημισμένο...
φερρομαγνητισμός [ουσ αρσ ] φημιζόμενος [επίθ.]
φέρσιμο {φερσίμ-ατ... φημισμένος [επίθ.]
φέρυ–μποτ [ουσ ουδ.] φθάνω {έφθασα κ....
φέρω {έφερα, φέ... φθαρμένος [επίθ.]
φέρων {φέρ-οντος... φθαρτικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: