Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
φέριμποουτ, φέρι–μπόουτ
ουσιαστικό ουδέτερο
1
nave traghetto
2
battello da traghetto
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< φελλώδης
φέριμποτ, φεριμπότ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
φέλλινος
[επίθ.]
φελλοποιημένος
[επίθ.]
φελλοποίηση
[θηλ.ουσ]
φελλός
[ουσ αρσ ]
φελλώδης
{φελλώδ-ου...
φέριμποουτ, φέρι–μπόουτ
[ουσ ουδ.]
φέριμποτ, φεριμπότ
{άκλ.}
φερμάρω
{φέρμαρ-α ...
φερμένος
[επίθ.]
φερμιόνιο
[ουσ ουδ.]
φερμουάρ
{άκλ.}
φέρνομαι
αόρ. φέρθη...
φέρνω
{έφερα, φε...
φέρομαι
αόρ. φέρθη...
φερροηλεκτρικός
[επίθ.]
φερροηλεκτρισμός
[ουσ αρσ ]
φερρομαγνητικός
[επίθ.]
φερρομαγνητισμός
[ουσ αρσ ]
φέρσιμο
{φερσίμ-ατ...
φέρυ–μποτ
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis