Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φέριμποουτ, φέρι–μπόουτ
ουσιαστικό ουδέτερο

1 nave traghetto
2 battello da traghetto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φελλώδης φέριμποτ, φεριμπότ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---