Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 portare 2 [προξενώ] provocare 3 [παράγω] condurre permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαφέρνω σε αμηχανία = mettere in imbarazzo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |