Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 portare
2 [προξενώ] provocare
3 [παράγω] condurre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φέρνομαι φέρομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


φέρνω σε αμηχανία = mettere in imbarazzo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---